Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

Πάρτο απ' την άλλη!

Ευτυχία ορίζεται ως η κάλυψη της απόστασης μεταξύ δύο σημείων. Ο βαθύτερος σου πόνος μέχρι την προσπάθεια διαιώνισης μιας συναισθηματικής κατάστασης. Διαιώνιση = προσωπική, υποκειμενική αντίληψη ενός σημείου ως τερματικού τέλους και προσπάθεια εγκαθίδρυσης και εδραίωσης σε αυτό. Η απόσταση αυτή μεγαλώνει όσο κυνηγούμε την όποια άλλη κατάσταση εκτός από αυτή που βιώνουμε. Με την προσπάθεια υπέρβασης (υπέρβαση = προσπάθεια μετακίνησης σε ένα υψηλότερο μονοδιάστατο επίπεδο π.χ. ευθεία γραμμή) αυτομάτως η απόσταση επεκτείνεται και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Άρα αυτό που κάνει τον άνθρωπο μη λογικό ον (όπου λογική εννοείται μαθηματικές αναλογίες του τρισδιάστατου κόσμου στον οποίο ζούμε) είναι η απόλυτη απόρριψη της τελικότητας, σπρώχνοντας τα πάντα προς το άπειρο, μια έννοια που δεν μπορεί να εκλάβει ενώ συνεχώς για να αυτοπροσδιορίζεται στον φυσικό κόσμο στον οποίο ζει, θέτει συνεχώς σημεία στην άπειρη αυτή κατάσταση ως σημεία τέλους (=σκοπού) που όταν όμως επιτευχθούν υποβιβάζονται σε σημεία αναφοράς.

Η δημιουργία του «Θεού» έγκειται σ’ αυτή ακριβώς την διαδικασία. Ο άνθρωπος δημιουργεί ένα θεό που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άνθρωπος με πλήρη συνειδητοποίηση και βίωση της ευτυχίας σε ένα επίπεδο μη-λογικό και επομένως άπειρο. Γιατί δεν θα μπορούσε ένας θεός που είναι άπειρος να είναι την ίδια στιγμή και δυστυχισμένος. Δημιουργεί την εικόνα αυτή του θεού ως κάτι ανώτερο (πλήρης ευτυχία!) ακριβώς για να καθησυχάσει τον εαυτό του για το ότι: ακόμη κι αν υποπίπτει σε σφάλμα με τους δικούς του βίαιους (=εννοώντας τους τρόπους που ο άνθρωπος θέτει όρια στην ευτυχία φοβούμενος την υπέρβαση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος) τελολογικούς καθορισμούς αλλά και προσδιορισμούς και ταυτόχρονα λογικής τακτοποίησης της ζωής του, θα κριθεί από τον ένα «Θεό» («ανώτερο όν» αλλά στην πραγματικότητα η κατανόηση της ευτυχίας ως μη λογικό μέτρο ασχέτως από το φόβο της συνειδητοποίησης και της μεταφοράς της στην πράξη) για την πορεία του, προς την σύμφωνα με αυτόν θετική πλευρά.

Εδώ ακριβώς είναι και το παράδοξο. Ενώ αποδέχεται και ορίζει το άπειρο ως ευτυχία, θέτει στη ζωή του άρα και ταυτόχρονα και στην άπειρη πορεία του το όριο (που στην πραγματικότητα είναι ψευδαίσθηση αφού δεν μπορεί να υπάρξει) μεταπήδησης από το αρνητικό στο θετικό. Στην πραγματικότητα αν αποδεχτείς το άπειρο ως έννοια αυτομάτως ακυρώνεται η έννοια του μηδέν εννοούμενο ως απραξία, μη πράξη ή όπως αλλιώς μπορεί να παρουσιαστεί στην εκάστοτε κοινωνία.

Άρα η πορεία του ανθρώπου σ’ αυτή την ευθεία που ο ίδιος αποδέχεται την απειρότητα της (μετά θάνατον ζωή), κρίνεται και προσδιορίζεται ως θετική ή αρνητική σύμφωνα με τα ψευδοόρια που έχει θέσει (π.χ. γέννηση, θάνατος, καλό, κακό) και άρα καθίσταται αυτομάτως ψευδής ως συμπερασματική κατάσταση. Ό άνθρωπος ξεγελά τον εαυτό του θέτοντας την απειρότητα ως κατάσταση αντίθετη ενός ορίου (ευτυχία = παράδεισος άρα θετικό αντίθετο της κόλασης που οριοθετείται ως το αρνητικό όριο). Άρα σύμφωνα με τη δική του θεώρηση η ευτυχία δεν μπορεί να υπάρξει ως τέλος (με τον όρο τέλος εννοώ τον καθορισμό της στο όποιο σημείο αναφοράς, συναισθηματική κατάσταση ευφορίας) αφού η μονιμοποίηση σε ένα σημείο (=κατάσταση) αντιτίθεται στην έννοια του απείρου.

Και τώρα τι κάνουμε;