Εκεί που πάντα καταλήγω... Δειλός ή σοφος, δεν ξέρω...
Τρέχω, θέλω το φόβο της σκιάς μου να σβήσω
Με δάκρυα παλεύω απ’ τον κάλπικο τον κόσμο μου την μοναξιά να γκρεμίσω
λαχταρώ ένα φως
που σαν στις γειτονιές γυρνάει
μέσα από σφαλιστά παράθυρα κοιτάει
τους ψεύτες για μένανε ρωτάει
μα αλυσοδένει τη φωτιά του
τα όνειρα δεν καίει κανενός
ούτε βουβαίνει της κακίας το σκοπό
τ’ άδικο δεν τυφλώνει
το μίσος δεν λιώνει
Δεν είναι πως τα φοβάται
σαν λαγός μπροστά σε λύκο
που τη ζωή του για να σώσει
φτερά στο φόβο του πρέπει να δώσει
μια ζωή σαν κατάρα να τρέχει να γλιτώσει
να ξεφύγει, να κρυφτεί
από τα θέλω της καρδιάς του αιώνια να παραιτηθεί…
Όχι! Το φως που ψάχνω δεν πνίγεται απ’ τον φόβο
δεν παρατάει τη καρδιά του στου δάσους μια σπηλιά
για να τη σώσει, απ’ των λύκων τα νύχια να τη γλιτώσει…
Μονάχα την κλείνει σε αδιαπέραστο κελί
δεν την πληγώνει, την σκλαβιά της χρυσώνει
χαρίζοντας της το δρεπάνι της σκόνης
να μπορεί να θερίσει και παντού να σκορπίσει
την απόλυτη καταστροφή…
Μα όλα αυτά με έναν όρο…
για να χαράξει σ’ όλους μας το δρόμο
όλη αυτή τη δύναμη του χάους ισοδύναμη
η μήτρα της καταστροφής
στα χέρια σου θα ‘ναι μονάχα
κανείς και τίποτα δεν θα σε κάνει να νιώθεις
ούτε απειλή, ούτε της ήττας μια υποψία μακρινή
πανίσχυρη θα ‘σαι καρδιά μου
κάθε σκέψη σου θα είναι δυνατή
μα θα μένει ως εκεί…
Σε κανενός το κορμί και προπαντός τη ψυχή
δεν θα μπορείς να χαράξεις πληγή
πόνο να προκαλέσεις, δακρύων πηγή να γενείς
σ’ αλλουνού τη ζωή…
Πόνο αν θες να νιώσεις το είναι σου θα πρέπει να πληγώσεις
όλα τα αισθήματα σαν ζάρια στο χέρι σου θα παίζεις
με όλους τους συνδυασμούς από πάντα γνωστούς
μα μοναχά στης δικής σου ζωής το καζίνο θα τα ρίχνεις
το τι θα κερδίσεις μόνο εσύ θα το ορίζεις
κι ακόμα κι αν θες να γίνεις φωτιά
σαν καις να σκορπάς παντού ζεστασιά
χωρίς μοιρολόγια στων χαμένων τα πόδια
χωρίς σπαραγμούς για καμένους χρησμούς
μόνο αγάπη να εκπέμπεις
χαρά στο απέραντο να σπέρνεις…
Πάντα να θυμάσαι τι διάλεξες πως θα ‘σαι
η αιώνια και απόλυτη εξουσία
ανθρώπινος πόθος που γεννάει τον δόλο και γίνεται μανία
εσύ δυνατέ ζεστασιά αν θες να νιώσεις
πρώτα απ’ όλα τα ηνία των αλόγων του προκαλώ
σε μια σάρκα κοινή πρέπει να δώσεις
να γίνεις θνητός
σε ωκεανό ναυαγός
όλες σου οι μάχες να μοιάζουν από πριν χαμένες
έρμαιο κι εσύ της τυφλής και χαζής ισχύς
που σε κάθε βουλή της
μονάχα πόνο, κλάμα και γέλιο βουβό
της κοροϊδίας σκλάβο
κι όλα αυτά για τι;
για να νιώσεις τη θέρμη που αφήνει πίσω η καταστροφή
η ζεστασιά που γυρεύεις
που τόσο όμορφη κι αθώα πιστεύεις
Μα όπως πάντα στη ζωή υπάρχει πορεία κρυφή
αυτή την χρυσώνει, τις ελπίδες ζυμώνει
σε κάθε σταυροδρόμι υπάρχουν δύο δρόμοι
τον λάθος σαν πάρεις διπλό τον φόβο
το τρόμο, τον πόνο
κι αυτή ακόμη την μον-αξιά
διπλούς μπορεί αν εσύ παραιτηθείς να βιώσεις
Μα του άλλου η αχτίδα σου δίνει ελπίδα
ξανά να προσπαθήσεις τη πορεία σου να ορίσεις
με σημεία γνωστά, διαλεγμένα
το λάθος να διώχνεις χωρίς ξανά να πρέπει να νιώσεις
αυτή είναι η διπλή της ελπίδας η μορφή…
Μα αν εσύ επιμένεις την ευτυχία σαν ένα να βλέπεις
χωρίς ελπίδες κι αυταπάτες
απόλυτος βράχος χωρίς τελειωμό
σκληρή να αντέχει ότι κι αν έρθει
υπάρχει για σένα άλλος δρόμος
απόλυτος άρχοντας όπως θες να γενείς…
Φωτιά να γίνεις, εσύ να καείς
τον πόνο του είναι σου να τον ξορκίσεις
με την ευτυχία της ζεστασιάς που θα χαρίζεις
χωρίς τον άλλο να καις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου