Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Θεού γιος, ναυαγός...

Έξω απ’ την πόρτα μου είναι φωνές
είναι του φόβου οι κραυγές που εκδίκηση ζητάνε
σαν κάνω κίνηση απαλλαγής
στο νου μου μπαίνουν σαν ψυχές, δεμένες με το χθες
νεκρές…
Εγώ το ξέρω μα αυτές αρνούντε τις φωτιές
που ζεστασιά τους τάζουν, χαμόγελα προστάζουν
χαρά αληθινή, λυμένη απ’ τα γιατί
με αυτές εκεί…
Δεμένες στης ζωής το ξέγνοιαστο παιχνίδι
τα θαύματα που ξέθαψαν, που πίστεψαν, που αγάπησαν
σαν έρχεται η ώρα να λυθούν
σ’ αυτά να εμπιστευτούν το μέγας που κουβαλούν
φυλακισμένο σ’ ένα σώμα, μια σάρκα κωμική
έρμαιο της υπερβολής, του τρόμου της ζωής
μιας δύναμης που γέννησε μονάχα η δειλία
Τότε δειλιάζουν…
Τα ψέματα που χτίσανε
μεμιάς σαν αντικρίσανε, σαν αίμα τους
σαν εαυτό τους και όχι σαν εχθρό τους
σαν κάτι αλλοτινό από μίσος γέννημα
του Ξένου έμβλημα,,,
μονάχα σαν εαυτό τους, ολότελα δικό τους
της γέννας δυνατότητα, χαράς υπαιτιότητα
τον θάνατο να ορίζουν
ζωή στη σάρκα και το πνεύμα τους αυτοί χαρίζουν…
Τότε φοβήθηκαν…
Τον πόνο που γεννήσανε οι ίδιοι σαν μυρίσανε
την κάπνα της φωτιάς, της σάρκας της χαρά
αισθήσεις κλειδωμένες, στην ύλη ορκισμένες…
Δίστασαν ξανά…
Αυτοί που για το πνεύμα αλαλάζουνε
και στον κόσμο να ξυπνήσει φωνάζουνε…
Αυτοί που τη σάρκα δεν δέχονται σαν όριο ζωής…
Αυτοί που για παράδεισο μιλάνε, στους ουρανούς κρατάνε
τραπέζι μπροστινό, αντάμα στο Θεό
το γέλιο του να βλέπουν μονάχα για να αντέξουν
της ύλης την παραίτηση, του πάθους τους την έκλειψη…
Κι όλο προσμένουν το «θαύμα» να τελειώσει…
το είναι τους ξανά στα δυο να κόψει…
Και ξαφνικά…
Μαρμάρωμα, της εμμονής τους πάγωμα
σεισμός τελειωτικός στα μάτια τους εμπρός…
Παραίτηση, πνιγμός η αίσθηση…
Αναρωτιούνται, σταυροκοπούνται…
«Εγώ λαμπρέ Θεέ, εγώ στου φόβου την ψευδαίσθηση
κυρίαρχος, συνεργός.. Θέση κοντά σου έκλεισα, παράδεισο την βάφτισα…
Εγώ ο μεγάλος νικητής, της χαράς δήμιος…
Εγώ που απέταξα από πάνω μου τα όρια της σάρκας
που πίστεψα σε εσένανε, σαν ναυαγός στη βάρκα…»
«Εσύ κακόμοιρε θνητέ…
εσύ που παραιτήθηκες απέναντι στο Άλλο,
φοβήθηκες το ρεύμα του και πιάστηκες σε βράχο…
Μονάχος σου εξόρισες του Είναι σου τη λάμψη
το Φως πάντα σου έφερνε ζαλάδες κι ένα δάκρυ…
Εσύ που το Όλο ύμνησες
στον ήλιο γυμνός στήθηκες…
Στον ήλιο που τον έζησες χωριά να ξεκληρίζει
δάση και σπίτια να χαλά, γιο από μάνα να χωρίζει…
Εσύ δειλέ θνητέ…
Ζητάς τον θάνατο σου, ανάξιο το φως σου…
Σαν αγαπάς πραγματικά πατρίδα δεν ορίζεις
όλες του κόσμου τις σκλαβιές με μια σπρωξιά γκρεμίζεις
καθήκον, οικογένεια, ανάγκες και θρησκεία
όλα αυτά τα κτίσατε για ασπίδα προστασίας
σαν τείχη τα υψώσατε απέναντι στο μίσος
γιατί εκτός απ’ τη φωτιά υπάρχει και το κρύο
Σαν αγαπάς αληθινά αυτά δεν τα λογίζεις
τα βήματα του αλλουνού εσύ πάντα φωτίζεις
να είσαι φως για να αγαπάς του άλλου την παγίδα
χέρι με χέρι να γυρνάς στης σάρκας την Αλήθεια…
Γιατί αυτό που θα χαθεί δεν παύει να ‘ναι ωραίο
τον κόσμο σου σαν έχτισες
μέσα σ’ αυτόν να ζεις, σ’ αυτόν να λογοδοτείς
γελοίο είναι, τουλάχιστον, μονάχος να αφεθείς
κομπάρσος σε σκηνή
στην «μοίρα», στο «τυχαίο»…
Αυτό που όρισες πόνο δεν σ’ ορίζει…
την σάρκα εσύ έπλασες, μ’ αισθήματα την έντυσες
την πίστεψες, την λάτρεψες μονάχα για ένα λόγο…
Την ευτυχία την δέχτηκες μα το αιώνιο γέννησες…
Δεν σ’ αδικώ… Σε προσκυνώ…
Εσένα άνθρωπε που ρίσκαρες το όνειρο να χάσεις…
Που στον γκρεμό το έριξες για να το αγκαλιάσεις…
Ποιος τάχα να ‘ναι ο Θεός?
Αυτός που στη δύναμη βολεύεται μονάχα σαν την γεύεται;
Αυτός που τη χαρά ορίζει δίχως να τη χαρίζει;
Δεν θα γκρεμίσω το Θεό, αυτόν που με σχημάτισε
που τη ζωή μου χάρισε…
Γεννήθηκα, πλάστηκα από το Άλλο…
Δύναμη, ενέργεια μεγάλη μου χάρισε το φως…
Θεός, όλα μου τα ‘δωσε… αυτός με όρθωσε στης γης τον πανικό…
Πάντα θα σ’ ευχαριστώ… Ζωή μου χάρισες εσύ…
Εσύ που ήσουν η ίδια η ζωή γιατί μονάχα εσύ Ήσουν…
Όχι Είσαι όμως…
Τώρα Είμαι κι εγώ… Έξω από σένα, με την ζωή σαν δέμα…
Όταν με όρισες ζωή δεν μου έδωσες…
Μονάχα σάρκα έπλασες, κομμάτι από σένα μ’ έκανες,
κομμάτι που αρνήθηκες για να Δεις τη Ζωή…
Σαν απλός παρατηρητής, σαν διαβάτης στη πλαγιά ενός βουνού που περιμένει τα σύννεφα να σκορπίσουν, ένα φίδι να κρυφτεί, μία πέτρα να κυλήσει, ένα ποτάμι να τον πνίξει…
Μονάχα να δεις Θεέ αδύναμε… Δειλέ…
Όλο μιλάς για τη ζωή, θες να σε λατρεύω για αυτά που μου έδωσες την δυνατότητα ναι νιώσω…
Θα αντισταθώ «Θεέ»… Δεν θα σε λατρέψω σπρωγμένος από τον φόβο…
Λατρεία «Θεέ» μπορεί να σημαίνει μόνο ευχαριστία…
Ευχαριστία για όσα μου έδωσες τη δυνατότητα να ζήσω, για όλες της χαρές της σάρκας, για το κλάμα του νεογέννητου μωρού, για τη μυρωδιά των λουλουδιών, για την ευλογία του νερού, για τον πόνο της πτώσης, για τον τρόμο της ματαιότητας, την φωτιά του έρωτα, τον θάνατο της απώλειας, τον θάνατο της απογοήτευσης, τον θάνατο της τύψης ,τον θάνατο της ρουτίνας, τον θάνατο της αδικίας πάνω από όλα «Θεέ»…
Χίλιες χαρές κι άλλους τόσους θανάτους μου χάρισες «Θεέ»… Λες και το κάνεις εκδικητικά, αυτά που δεν μπόρεσες εσύ ποτέ να ζήσεις, γκρεμό τα στήνεις…
Βάραθρο ατελείωτο, απύθμενο… Και σπρώχνεις εμάς μέσα, στο τελευταίο παραπάτημα μας τα χέρια σου φέρνεις και μας σκορπάς… Ελεύθερη πτώση…
Ζηλεύεις Θεέ… Την χαρά που εσύ δεν ένιωσες και υποχρεώνεσαι να μας δώσεις την σταθμίζεις με απέραντα κύματα πόνου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: