Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Μικρή καθημερίνη πράξη τελειωμένης υπόθεσης.

Δεν ξέρω τι ακριβώς μου έδωσε αφορμή να γράψω αυτό το κείμενο. Πολύ πιθανόν να μην είναι κάτι το συγκεκριμένο, κάτι απτό. Δεν μου φταίει κάποιος ή κάτι, ένα γεγονός ή μια απλή καθημερινή (μα τρομερά επικίνδυνη) ύπαρξη. Είναι βλέπετε ένα γενικότερο κλίμα, ένα σύννεφο που σκεπάζει τα μάτια κάνοντας μας να κινούμαστε σαν εργάτες σε αυτοκινητοβιομηχανία στις αρχές του 20ου αιώνα: ταυτόσημα, με μια μισο-μίζερη διάθεση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μας, καταδικασμένοι σαν από πάντα σε πράξεις και κινήσεις καθημερινές μα συνάμα τόσο ακαταλαβίστικες όσο τα κινέζικα σε εργάτη σε ορυχείο στη Νότια Αφρική. Σουρεαλιστική γραφή για ένα σουρεαλιστικό κόσμο…

Κυριακή βράδυ, επιστρέφω από την εδώ και μερικούς μήνες σχεδόν καθημερινή έξοδο. Έξοδο που μου μοιάζει σαν είσοδος στη Γη της Απραξίας, της Απόλυτης Δεκτικότητας, του Καθολικού Μαρασμού. Δύο τύποι επί τρεις περίπου ώρες μου βασάνιζαν τ’ αυτιά αποδεικνύοντάς μου λεπτό προς λεπτό το πόσο απέχουμε απ’ αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμένος λαός». Στο δίπλα τραπέζι ένας άντρας με μία γυναίκα προσπαθούν να βρουν κοινά στοιχεία στο χαρακτήρα τους έτσι ώστε να μπορέσουν να θέσουν τις βάσεις για τον μετέπειτα συνεταιρισμό μιας σχέσης με απώτερο σκοπό την κοινοπραξία στην απραξία τους. Αναζητώντας τα κοινά στοιχεία στους χαρακτήρες παραβλέπουν εμμέσως την συνειδοτοποίηση απουσίας χαρακτήρα, ξεπερνούν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης επικοινωνίας αφού δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ποτέ επικοινωνία μεταξύ δύο απλών δεκτών. Εν τω μεταξύ οι προαναφερθέντες τύποι εξακολουθούν να μου γδέρνουν τα’ αυτιά παίζοντας κατά κάποιο τρόπο ένα ρόλο πομπού σε καταρριπτόμενο αεροσκάφος που στέλνει τα S.O.S. του σε βομβαρδισμένο πύργο ελέγχου.

Πραγματικά μου φαίνεται κρίμα… Εν έτι 2006 να μην μπορούμε ακόμη ξεφύγουμε ή τουλάχιστον να αποφύγουμε τη μιζέρια μας. Βομβαρδισμένοι καθημερινά από λογής λογής πληροφορίες, μη μπορώντας εν τέλει να ξεχωρίσουμε ποια απευθύνεται σε μας, σπεύδοντας να αγοράσουμε ένα απορρυπαντικό ξεχνώντας το γεγονός ότι δεν έχουμε πλυντήριο, σπεύδοντας να «αγοράσουμε» ευτυχία αδυνατώντας να καταλάβουμε πως δεν έχουμε καν «εαυτό» για να του την δώσουμε. Κι ενώ οι τύποι μου γρατζουνάν τα’ αυτιά αρχίζω να συνειδητοποιώ το πόσο αργά αλλά σταθερά οδηγούμαστε στην απόλυτη ταυτοποίηση. Διασπαρμένοι από τον φόβο της «αποτυχίας», της ταραγμένης κοινωνικής ενσωμάτωσης, ζούμε κι αναπνέουμε μοναχά για να μην πεθάνουμε ξεχασμένοι πολλές φορές κι απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Κατακρεουργημένοι χαρακτήρες, διαμελισμένα πτώματα προσωπικότητας, ενώνουμε το οποιοδήποτε κομμάτι του παζλ βρούμε μπροστά μας μόνο και μόνο για να μην φανεί η αδυναμία μας να ολοκληρώσουμε κάτι που στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ αρχίσει, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.

Ο άντρας και η γυναίκα δίπλα φαίνεται να τα βρίσκουν, καταλυτικό ρόλο παίζει και η αισθητά απλοϊκή βάση του προβλήματος: 0+0=?... δεν μπορεί παρά να είναι μηδέν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: