Κυριακή, Μαΐου 28, 2006

Κι αν μου κάτσει;;;

Αν μου κάτσει αρχίζω εντατικά μαθήματα κρίκετ (τι αποικία είμαστε άλλωστε;), ξεχνάω όσα έμαθα για τον ήλιο και αρχίζω να ασβεστώνομαι μπας και πάρω λίγο από το πεθαμενί που τους διακατέχει. Ετοιμάζω τρεις... τέσσερεις φίζες χαλλουμιά και μια σακούλλα τραχανά για παν ενδεχόμενο. Ξεχνάω την πίτσα και προσπαθώ να μην μπερδέψω καμιά φορά με την πούτσα και εντέλει μείνω νηστικός και πούστης. Μαζεύω όλα μου τα υπάρχοντα, τα μοιρολογώ και τα βάζω σε μεγάλα κιβώτια ικανά να αντέξουν την λήθη της σκόνης και ει δυνατόν τη σκόνη των ηλίθιων. Πετάω το πορτοφόλι γιατι και να 'χω λεφτά να το γεμίσω ποτέ δεν θα το ρισκάρω και κάνω ένα φρεσκάρισμα στις σημειολογικές μου αξίες. Μένω μαλάκας γιατί ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πως τα δέκα σεντς μπορούν να είναι μεγαλύτερο νόμισμα από τη μία λίρα έτσι το ξεχνάω κι αυτό. Βάζω το σακάκι και βγαίνω έξω να εξαγοράσω ένα όνειρο... Καλή μου τύχη... Και βόλι!

Σάββατο, Μαΐου 20, 2006

Όχι, φταις!!!

Και καλά ρε Μεγάλε ρώτησες κανέναν προτού μας ρίξεις στη θάλασσα; Και δεν λέω καλή είναι (ιδίως όταν συνοδεύεται με ένα καλό φραπέ) αλλά ποιος σου είπε ότι θέλω να μάθω να κολυμπώ; Εγώ ποτέ δεν σου ζήτησα παράδεισο, εσύ με κλείδωσες εκεί μέσα. Κι έρχεσαι τώρα και μου ζητάς τα ρέστα; Κι άσε που μου φόρτωσες και την άλλη! Για να απαλλαγείς από τη δική σου ευθύνη για το σκεύασμα σου τα 'ριξες σε μένα. Και σου λένε μετά για ζευγάρωμα... Τι ζευγάρωμα ρε Τεράστιε; Κάτι σαν τη συμφωνία της Γιάλτας μου φαίνεται. "Να σου δώσω λίγο απ'το μήλο να πάρω εγώ το φίδι; Άλλωστε εσένα που θα σου χρησιμεύσει;". Και τρέχα γύρευε μετά... Και κερατάδες και δερμένοι! Άσε που μ' έδιωξες κι απ'το σπίτι.

Και δεν μου λες ρε Υπέρδιπλε θα το πας μακρυά ακόμη αυτό το στόρυ; Όχι, απλά πες μου άμα είναι εγώ να φεύγω. Γιατί ρε φιλάρα άμα είναι να ξαναγυρίσω μαζί μ' όλους αυτούς και να χτυπάω κάθε βράδυ (κρυφά μήπως και με ακούσεις και φάω καμιά δυσμενή αν και δεν μπορώ να σκεφτώ που. Αλλά εσύ είσαι Αρχηγός! Όλο και κάτι θα σκέφτηκες τόσα χρόνια που βολοδέρνομαι...)το κεφάλι στον τοίχο από τις μαλακίες που θα (συνεχίσω) να ακούω, εγώ θα πάω πάσο. Όχι τίποτα άλλο, αλλά μην τυχόν και βρεθώ με τον Όφι αγκαλιά κανένα πρωί και να μην θυμάμαι πόσα ήπια το προηγούμενο βράδυ...

Αγαπούλα, δεν μου πιάνεις αυτήν την σκληρή ντομάτα που ανέβηκε στο δέντρο;

Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

Κι είναι κάτι νύχτες που δεν...

Λονδίνο, μέρα τρίτη και Τρίτη. Αυτό που διακαώς επιθυμούσα πνίγεται πλέον στη θάλασσα της περιπλάνησης. Ότι μπορώ να αγγίξω απομυθοποιείται. Άραγε γίνεται το ίδιο και με τα σύννεφα;

Μέρα τέταρτη, Τετάρτη. Να βρέχει, να με εκδικείται ο ουρανός για την ασέβεια μου. Ούτε τα σύννεφα δεν μπορώ να δω...

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Ατελείωτη μου φλυαρία...

Πως τα φέρνει ο χρόνος καμιά φορά...
Εγώ ο_της Τέχνης υπέρμαχος (αν και μου φαίνεται ότι περισσότερο επιθυμούσα το να γίνω Μάρτυρας παρά να διαδώσω την όποια μου "πίστη"), μιας Τέχνης φορέα νοήματος που υπερβαίνει τον όποιο συμβολισμό, νιώθω τώρα σαν παιδάκι απέναντι στον γίγαντα της Ιστορίας...

Των λέξεων την διπλή υπόσταση τη θεωρούσα ελάττωμα... Πως γίνεται η αλήθεια να έχει δύο όψεις; Κι όμως... Η Αλήθεια ήταν πάντα μπροστά μου, ελεύθερη. Εγώ προσπαθούσα να την φυλακίσω...

“Το αισθητικό αντίστοιχο του τέλους των ιδεολογιών είναι η πλήρης εξάλειψη της αυτονομίας της τέχνης που προκύπτει από την αναγωγή της τέχνης σε διασκέδαση.”
(Δανεικό, έτσι ως παρένθεση…)

«Το καινούριο είναι αδύνατον να το προσδιορίσει κανένας με αναφορές σε κατεστημένους κώδικες ανάγνωσης. Το καινούριο δείχνει πραγματικά καινούριο, μόνο αν λειτουργεί ως σημαίνον στοιχείο του κόσμου: το καινούριο λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η απεριόριστη αμφιβολία για τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων είναι ακατανίκητη.»
Κι αυτό δανεικό. Βάση προβληματισμού: Καινούργιο δηλαδή όχι ως υπέρβαση του παλιού. Με το φτωχό μου μυαλουδάκι λέω: Καινούργιο ως δυνατότητα επανερμηνείας του Παρόντος; Ίσως…

Παρεπιμπτόντως εξ αφορμής: η έννοια «εκφυλισμός» δεν είναι φορτισμένη αρνητικά. Σημαίνει περίπου την μετάλλαξη.

Υπάρχει μόνο μία απόλυτη προϋπόθεση για την θεώρηση ενός αντικειμένου ως έργου τέχνης. Η προϋπόθεση αυτή όμως δεν είναι κυρίαρχη.
Μιλάω για το Έργο ως αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης.

Η Κριτική Θεώρηση της Τέχνης (ως μορφή άρνησης του Δεδομένου) δεν είναι απόλυτα λανθασμένη. Έχω την άποψη ότι η συγκεκριμένη θεώρηση ξεκίνησε ως προσπάθεια αμφισβήτησης-άρνησης του Ανθρώπινου κόσμου, γενικότερα της Κοινωνίας ανθρώπων και όχι της ούτω καλούμενης ως Φύσης. Η ενέργεια που βιώνεται κατά την θέαση της ολόφωτης σελήνης δεν τέθηκε ποτέ υπό δίωξη. Μάλλον η επικρατούσα ερμηνεία βάλλεται και όχι το γεγονός αυτό καθαυτό. Στην προσπάθεια κατήχησης ήταν λογικό να επέλθει η παρανόηση…

Έχοντας όμως αυτή την (υποκειμενική, δεν αντιλέγω! Στο κάτω-κάτω αν μπορούσα να ευτυχίσω το Εγώ μου η όποια ύπαρξη Άλλου δεν είναι βαρύνουσας σημασίας) άποψη είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ την απόλυτη ομορφιά της Φύσης ως περιβάλλον, ως το Άλλο στο οποίο αντιπαρέρχομαι. Δεν με φοβίζει η πιθανότητα λάθους μου ακόμη και ως «πλάνης» μου, απόκλισης από το Αληθές. Η δυνατότητα της υποκειμενικής, της σχετικής όχι σε σχέση με το Απόλυτο του Αντικειμένου αλλά ως δυνατότητα απολυτοποίησης (βιωμένης και εκπέμπουσας) της Υποκειμενικότητας, θεώρησης του Περιβάλλοντος καθιστά αυτομάτως την Υποκειμενικότητα (τη βίωση δηλαδή του Όλου ως αντικείμενο) ως υπερισχύουσα της Απολυτότητας (τη θεώρηση του Όλου ως αδιαμφισβήτητο Υποκείμενο στο οποίο η αφεντιά μας δίνει αναφορά). Μόνο και μόνο η δυνατότητα θεώρησης του Άλλου, όχι απλά ως αναπόσπαστο κομμάτι του Όλου του οποίου κι εμείς αποτελούμε μέρος , αλλά και ως Πεδίου εξαρτωμένου από το δικό μας ενεργειακό εκφυλισμό καθιστά της Απολυτότητα, την αλήθεια όχι ως μη υπαρκτή αλλά ως μη αναγκαία. Για να εξηγήσω: η απολυτότητα του Ωραίου της Φύσης (ως Άλλον μη μεταβλητό) δεν αμφισβητείται Δέχομαι το Απόλυτο ως την υπερισχύουσα δύναμη στην όποια αντιπαράθεση. Πιστεύω στο απόλυτο καλό..

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

Κακό αυτοκριτικό χρόνο να 'χεις!

Πάντα απ’ το πλάι έφευγα, κρυφά
να μη με πνίξει του μικρού τους το βάθος
Ένα Μισό φεγγάρι μ’ ανέσταινε κρυφά
στέριωνε της Μοναξιάς μου το βάθος

Δεν είμαι αέρας μήτε λυγμός
είμαι μονάχα του πόνου η ελπίδα
του Μόνου ο Πόνος δεν είναι αδελφός
μα όταν νυχτώνεις, του Ήλιου είναι αχτίδα

Χιόνι στο σβέρκο, οξύ στην πληγή
στου λάθους τη φλόγα…
Του γκρεμίσματος δικαίωση η όποια εξιλέωση,
μήτε σαν εορτή, μήτε σαν αφορμή…

Το Πίσω δεν ντύνει κανένα στολίδι,
της Χαράς, η πληγή δεν μπορεί να ‘ναι παιδί
το αίμα ορίζει ότι δεν συνεχίζει
του Προχώρα φωνή
είναι της Αστραπής το ακούραστο πάθος …

Ξύπνα λαέ εγκλωβισμένε στου «Ξέχνα» τη λαγνεία
κανείς δεν σ’ έπλασε δεμένος στην Ανία
για το ότι υπάρχεις,
Ζωή σαν είναι να ‘χεις
της γλώσσας το «ευχαριστώ» δεν είναι αρκετό…

Γκρεμός μεγάλος σου ‘λαχε σε τούτο το ταξίδι
κι όσο κι αν ψάχνεις να γενείς του Φόβου σου το Φίδι
ελεημοσύνη καμιά, άλυτα δεσμά…

Δικαίωμα σου δώσανε, φωτιά μεγάλη
ό,τι διαλέξεις να καεί σαν φόβου Ζάλη
μα εσύ τρομοκρατήθηκες
Ζάλη ο ίδιος γίνηκες
και μάχεσαι το Είναι σου να πνίξεις…

Λες και ποτέ θα σ’ άφηναν το Φως εσύ να ορίσεις…

Ξύπνα δειλέ, παιδί του εγωισμού…

Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Και να που ξανά αναρωτιέμαι...

Αν η Γλώσσα με ορίζει, τότε τί με γκρεμίζει αφού η σιωπή είναι χρυσός;
Δηλαδή ο_Εγώ σιωπηλός καθίσταμαι ως Τα Παντα Αναι-ρεί ή απλά ως ακόμη μη π_ρέπων;

Τα πλοία-ναυάγια είναι τα αγκάθια του Χρόνου ως απόλυτου ρυθμιστή. Ο θησαυρός στα αμπάρια τους είναι Απόλυτος...
Η επιστροφή του στην Επιφάνεια χωλαίνει από το Όχι-ακόμη, από το μη π_ρέπων...

Πάντα με νηνεμία σκεπτόμενος, επιρροής φοβόμενος...

Κι ας μην ξέρω τι να γράψω...

Της ποίησης τα μακρυά μαλλιά θέλησα απόψε να ξεμπλέξω
μα μάτωσα απ' την μυρωδιά
ζαλίστηκα
πάντα ζω στο Απ'έξω!
Του π_ρέπει τους δισταγμούς αναλογίστηκα
τους έκανα δικούς μου
γιατί όμορφο είναι στ' αλήθεια το ταίριασμα...

Δεν είμαι ακροβάτης στου πόνου το σχοινί
ομορφιά καμιά δεν μ' ορίζει, το πελώριο το σιχαίνομαι
μισώ το φιλί της Ανάγκης
το Πιο ηδονικό...

Το Πιο παλεύω να σκίσω, Ανέκδοτο να γίνω...

Ανέκδοτο, της Ιστορίας το Αστείο...
Ο μόνος θάνατος που μου εμπνέει Εμπιστοσύνη...

Μια έναρξη...

Όλα φεύγουν μα όλα μένουν εδώ
τις σκιές τους βλέπω μα ψάχνω το φως
σ’ ένα χρόνο που φεύγει χωρίς το γιατί
το μυαλό μου τρομάζει
όλα γύρω τα’ αλλάζει
μα η ψυχή γιατί δεν μπορεί
ησυχία να βρει

Όλα μένουν μα όλα είναι αλλιώς
κοροϊδεύω το χρόνο μα μπροστά μου θαρρώ
όσα νίκησα βρίσκω ξανά σε γιορτή
με καλούνε κοντά τους
μέσα στην αγκαλιά τους
ξέχασε το γιατί, άκρη μην ψάχνεις να βρεις
στη γυάλινη ομορφιά τους
φυλακή η χαρά τους

Κι όλο τρέχω να λύσω
τα λάθη να σβήσω
μπροστά να τραβώ ξεχνώντας να ζω
τους στόχους μου ορίζω
σ’ ερείπια χτίζω
ενώ το νιώθω πως στο ψέμα γλιστρώ
Κι όλο τρέχω να φύγω
το μυαλό να μεθύσω
να μη δει πως η ζωή μου είναι εκεί
που όλα τα’ αρνιέμαι
στα πάντα γεννιέμαι
όταν ψάχνω μια άκρη να βρω
όταν τον ήλιο φοβάμαι
μα σαν τυφλός, νομίζω πως έτσι τη ζωή μου θα ζω

Όλα φεύγουν μα όλα είναι εδώ
να ξυπνήσεις Κορόιδο ο δικός τους σκοπός
τη ζωή να αγαπήσεις σε όλα αυτά που βρίζεις
τον Ρυθμό της να βρεις στον δικό σου παλμό…

Του ανέμου θέλω...

Δεν θέλω λίβα, δεν θέλω αέρα
δεν θέλω λέξεις που φιμώνουν την λαχτάρα
δεν θέλω στίχους, δεν θέλω κλάμα
της δίψας τα ξηρά μαλλιά δεν θέλω να ‘χω ντάμα

δεν θέλω ύψη, της πτώσης προίκα
φωτιές σκαρώνει κι ο γκρεμός, στον πυρετό του μπήκα
μα σαν καπνός μιας ενοχής την μοναξιά του είδα
αίμα στο χώμα, ορφανό, απ’ την πληγή του βγήκα

Θέλω της νύχτας το όνειρο να γίνει το όνομά μου
θέλω του ήλιου η πνοή να γίνει τα’ άγγιγμά μου
του κεραυνού εγώ οδηγός, των λουλουδιών τον άνθος
τον ενοχών καταχτητής , τον ενοχών και σκλάβος

της σάρκας τα καπρίτσια δεν ψάχνω να ξορκίσω
μόνο το αίμα να γεννώ, τις μαχαιριές να ορίσω

Τα δεσμά να λύσω...

Του ανθρώπου ο ζυγός δεν είναι πόνος μήτε βυθός
δεν είναι κύμα που σκάει απέναντι του
ούτε ενοχές που κλέβουν τη σιωπή του
του ανθρώπου τα δεσμά δεν είναι σφιχτά

Χέρια που τον κρατάνε τα δικά του σχοινιά
του νου του οι αλυσίδες δεν δένουν πουθενά
συγκρατούνε το πάθος στου γκρεμού του το βάθος
να μην γκρεμιστεί…

Μικρή καθημερίνη πράξη τελειωμένης υπόθεσης.

Δεν ξέρω τι ακριβώς μου έδωσε αφορμή να γράψω αυτό το κείμενο. Πολύ πιθανόν να μην είναι κάτι το συγκεκριμένο, κάτι απτό. Δεν μου φταίει κάποιος ή κάτι, ένα γεγονός ή μια απλή καθημερινή (μα τρομερά επικίνδυνη) ύπαρξη. Είναι βλέπετε ένα γενικότερο κλίμα, ένα σύννεφο που σκεπάζει τα μάτια κάνοντας μας να κινούμαστε σαν εργάτες σε αυτοκινητοβιομηχανία στις αρχές του 20ου αιώνα: ταυτόσημα, με μια μισο-μίζερη διάθεση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μας, καταδικασμένοι σαν από πάντα σε πράξεις και κινήσεις καθημερινές μα συνάμα τόσο ακαταλαβίστικες όσο τα κινέζικα σε εργάτη σε ορυχείο στη Νότια Αφρική. Σουρεαλιστική γραφή για ένα σουρεαλιστικό κόσμο…

Κυριακή βράδυ, επιστρέφω από την εδώ και μερικούς μήνες σχεδόν καθημερινή έξοδο. Έξοδο που μου μοιάζει σαν είσοδος στη Γη της Απραξίας, της Απόλυτης Δεκτικότητας, του Καθολικού Μαρασμού. Δύο τύποι επί τρεις περίπου ώρες μου βασάνιζαν τ’ αυτιά αποδεικνύοντάς μου λεπτό προς λεπτό το πόσο απέχουμε απ’ αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμένος λαός». Στο δίπλα τραπέζι ένας άντρας με μία γυναίκα προσπαθούν να βρουν κοινά στοιχεία στο χαρακτήρα τους έτσι ώστε να μπορέσουν να θέσουν τις βάσεις για τον μετέπειτα συνεταιρισμό μιας σχέσης με απώτερο σκοπό την κοινοπραξία στην απραξία τους. Αναζητώντας τα κοινά στοιχεία στους χαρακτήρες παραβλέπουν εμμέσως την συνειδοτοποίηση απουσίας χαρακτήρα, ξεπερνούν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης επικοινωνίας αφού δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ποτέ επικοινωνία μεταξύ δύο απλών δεκτών. Εν τω μεταξύ οι προαναφερθέντες τύποι εξακολουθούν να μου γδέρνουν τα’ αυτιά παίζοντας κατά κάποιο τρόπο ένα ρόλο πομπού σε καταρριπτόμενο αεροσκάφος που στέλνει τα S.O.S. του σε βομβαρδισμένο πύργο ελέγχου.

Πραγματικά μου φαίνεται κρίμα… Εν έτι 2006 να μην μπορούμε ακόμη ξεφύγουμε ή τουλάχιστον να αποφύγουμε τη μιζέρια μας. Βομβαρδισμένοι καθημερινά από λογής λογής πληροφορίες, μη μπορώντας εν τέλει να ξεχωρίσουμε ποια απευθύνεται σε μας, σπεύδοντας να αγοράσουμε ένα απορρυπαντικό ξεχνώντας το γεγονός ότι δεν έχουμε πλυντήριο, σπεύδοντας να «αγοράσουμε» ευτυχία αδυνατώντας να καταλάβουμε πως δεν έχουμε καν «εαυτό» για να του την δώσουμε. Κι ενώ οι τύποι μου γρατζουνάν τα’ αυτιά αρχίζω να συνειδητοποιώ το πόσο αργά αλλά σταθερά οδηγούμαστε στην απόλυτη ταυτοποίηση. Διασπαρμένοι από τον φόβο της «αποτυχίας», της ταραγμένης κοινωνικής ενσωμάτωσης, ζούμε κι αναπνέουμε μοναχά για να μην πεθάνουμε ξεχασμένοι πολλές φορές κι απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Κατακρεουργημένοι χαρακτήρες, διαμελισμένα πτώματα προσωπικότητας, ενώνουμε το οποιοδήποτε κομμάτι του παζλ βρούμε μπροστά μας μόνο και μόνο για να μην φανεί η αδυναμία μας να ολοκληρώσουμε κάτι που στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ αρχίσει, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.

Ο άντρας και η γυναίκα δίπλα φαίνεται να τα βρίσκουν, καταλυτικό ρόλο παίζει και η αισθητά απλοϊκή βάση του προβλήματος: 0+0=?... δεν μπορεί παρά να είναι μηδέν.

Κι όμως παίζει μαζί σου...

Το τραγικό είναι ότι η Ευτυχία μπορεί να οριστεί ως η βιώση του παρόντος απαλλαγμένου από τις ενοχές...

Μουσική σαν νεύμα...

It’s all about music! Είναι το να ξαπλώνεις για ύπνο τα μεσάνυχτα προσπαθώντας να ξεκουραστείς και να πάρεις τελικά κάποιες αποφάσεις που θα καταφέρεις να τηρήσεις. Κι εν τω μέσω της νυκτός να συνειδητοποιείς ότι κατά βάθος δεν υπάρχουν αποφάσεις… Αφού δεν υπάρχει καν θέμα…

Η μουσική νίκησε! Μέσα στον καθένα μας, πλάθοντας τον δικό μας κόσμο, εμφυσώντας μας μια απλή μα τεραστίων διαστάσεων πνοή ζωής. Δεν είναι θέμα «καλού» ή «ωραίου»… Είναι το να βρει κανείς την δική του υπόσταση διαλύοντας τις υποστάσεις άλλων. Είναι το να νιώσεις απλά ευτυχής εξαιτίας της ύπαρξης της, εξαιτίας της ώθησης αυτής που σε κάνει εν τέλει να κάθεσαι μπροστά από ένα κουτί γεμάτο τρανζίστορ και να προσπαθείς να αποτυπώσεις ένα όνειρο. Όμως 24 γράμματα είναι πολύ λίγα . Ούτε καν ένας εφιάλτης δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Κι όμως συνεχίζεις αδιαφορώντας για το ποιος, που και πότε.

Η μουσική είναι εδώ! Η μουσική είναι παντού! Είναι μέσα στα τραγούδια του Ray Charles, είναι και μέσα στη σύριγγα με την ηρωίνη που γέμιζε το κορμί του προσπαθώντας όχι να πολεμήσει τη μοναξιά του αλλά να την αγαπήσει… Η μουσική είναι σ’ ένα κρύο δωμάτιο, ξημερώματα Τετάρτης, στο μυαλό ενός κατ’ επιλογήν τρελού που αρνείται να πάει για ύπνο.

What’s music anyway…? Είναι η σύνθεση των ήχων, είναι η αναπαράσταση της φυσικής αρμονίας σε ηχητικές μορφές? Ή μήπως είναι απλά μια δικαιολογία? Ή μήπως ένα παραπέτασμα? Εάν ο καθένας από μας μπορούσε να γελάσει, να κλάψει, ακόμη και να ουρλιάξει ανά πάσα στιγμή μήπως η λογική διεργασία σύνθεσης των μιμητικών ηχητικών δομών θα καθίστατο αυτομάτως περιττή?

Η μουσική είναι στο μυαλό του καθενός. Χωμένη πίσω από μύριες προκαταλήψεις και ανασφάλειες. Θαμμένη μέσα στην αβεβαιότητα της προσωπικής μας υπόστασης. Σφηνωμένη ανάμεσα σε χιλιάδες ευσεβοποθισμούς που δεν την αφήνουν να ανασάνει. Όμως εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί. Ποτέ δεν χάνεται. Είναι κάτι σαν την ύλη, μπορεί ανά πάσα στιγμή να θρυμματιστεί, να γίνει στάχτη… Το στίγμα της όμως που αφήνει, η βεβαιότητα του χαρακτηρισμού της ζωής του καθενός μας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Άλλωστε ό,τι μένει, μένει μονάχα στο μυαλό. Ακόμη και να υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως με επηρεάζει άρα και με ενδιαφέρει. Χωρίς την «αντικειμενική» πραγματικότητα το μυαλό μπορεί να επιβιώσει, θα φτιάξει δικιά του. Χωρίς όμως το μυαλό η «πραγματικότητα» θα πεθάνει από μαρασμό αφού δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όταν βιωθεί…

Θεού γιος, ναυαγός...

Έξω απ’ την πόρτα μου είναι φωνές
είναι του φόβου οι κραυγές που εκδίκηση ζητάνε
σαν κάνω κίνηση απαλλαγής
στο νου μου μπαίνουν σαν ψυχές, δεμένες με το χθες
νεκρές…
Εγώ το ξέρω μα αυτές αρνούντε τις φωτιές
που ζεστασιά τους τάζουν, χαμόγελα προστάζουν
χαρά αληθινή, λυμένη απ’ τα γιατί
με αυτές εκεί…
Δεμένες στης ζωής το ξέγνοιαστο παιχνίδι
τα θαύματα που ξέθαψαν, που πίστεψαν, που αγάπησαν
σαν έρχεται η ώρα να λυθούν
σ’ αυτά να εμπιστευτούν το μέγας που κουβαλούν
φυλακισμένο σ’ ένα σώμα, μια σάρκα κωμική
έρμαιο της υπερβολής, του τρόμου της ζωής
μιας δύναμης που γέννησε μονάχα η δειλία
Τότε δειλιάζουν…
Τα ψέματα που χτίσανε
μεμιάς σαν αντικρίσανε, σαν αίμα τους
σαν εαυτό τους και όχι σαν εχθρό τους
σαν κάτι αλλοτινό από μίσος γέννημα
του Ξένου έμβλημα,,,
μονάχα σαν εαυτό τους, ολότελα δικό τους
της γέννας δυνατότητα, χαράς υπαιτιότητα
τον θάνατο να ορίζουν
ζωή στη σάρκα και το πνεύμα τους αυτοί χαρίζουν…
Τότε φοβήθηκαν…
Τον πόνο που γεννήσανε οι ίδιοι σαν μυρίσανε
την κάπνα της φωτιάς, της σάρκας της χαρά
αισθήσεις κλειδωμένες, στην ύλη ορκισμένες…
Δίστασαν ξανά…
Αυτοί που για το πνεύμα αλαλάζουνε
και στον κόσμο να ξυπνήσει φωνάζουνε…
Αυτοί που τη σάρκα δεν δέχονται σαν όριο ζωής…
Αυτοί που για παράδεισο μιλάνε, στους ουρανούς κρατάνε
τραπέζι μπροστινό, αντάμα στο Θεό
το γέλιο του να βλέπουν μονάχα για να αντέξουν
της ύλης την παραίτηση, του πάθους τους την έκλειψη…
Κι όλο προσμένουν το «θαύμα» να τελειώσει…
το είναι τους ξανά στα δυο να κόψει…
Και ξαφνικά…
Μαρμάρωμα, της εμμονής τους πάγωμα
σεισμός τελειωτικός στα μάτια τους εμπρός…
Παραίτηση, πνιγμός η αίσθηση…
Αναρωτιούνται, σταυροκοπούνται…
«Εγώ λαμπρέ Θεέ, εγώ στου φόβου την ψευδαίσθηση
κυρίαρχος, συνεργός.. Θέση κοντά σου έκλεισα, παράδεισο την βάφτισα…
Εγώ ο μεγάλος νικητής, της χαράς δήμιος…
Εγώ που απέταξα από πάνω μου τα όρια της σάρκας
που πίστεψα σε εσένανε, σαν ναυαγός στη βάρκα…»
«Εσύ κακόμοιρε θνητέ…
εσύ που παραιτήθηκες απέναντι στο Άλλο,
φοβήθηκες το ρεύμα του και πιάστηκες σε βράχο…
Μονάχος σου εξόρισες του Είναι σου τη λάμψη
το Φως πάντα σου έφερνε ζαλάδες κι ένα δάκρυ…
Εσύ που το Όλο ύμνησες
στον ήλιο γυμνός στήθηκες…
Στον ήλιο που τον έζησες χωριά να ξεκληρίζει
δάση και σπίτια να χαλά, γιο από μάνα να χωρίζει…
Εσύ δειλέ θνητέ…
Ζητάς τον θάνατο σου, ανάξιο το φως σου…
Σαν αγαπάς πραγματικά πατρίδα δεν ορίζεις
όλες του κόσμου τις σκλαβιές με μια σπρωξιά γκρεμίζεις
καθήκον, οικογένεια, ανάγκες και θρησκεία
όλα αυτά τα κτίσατε για ασπίδα προστασίας
σαν τείχη τα υψώσατε απέναντι στο μίσος
γιατί εκτός απ’ τη φωτιά υπάρχει και το κρύο
Σαν αγαπάς αληθινά αυτά δεν τα λογίζεις
τα βήματα του αλλουνού εσύ πάντα φωτίζεις
να είσαι φως για να αγαπάς του άλλου την παγίδα
χέρι με χέρι να γυρνάς στης σάρκας την Αλήθεια…
Γιατί αυτό που θα χαθεί δεν παύει να ‘ναι ωραίο
τον κόσμο σου σαν έχτισες
μέσα σ’ αυτόν να ζεις, σ’ αυτόν να λογοδοτείς
γελοίο είναι, τουλάχιστον, μονάχος να αφεθείς
κομπάρσος σε σκηνή
στην «μοίρα», στο «τυχαίο»…
Αυτό που όρισες πόνο δεν σ’ ορίζει…
την σάρκα εσύ έπλασες, μ’ αισθήματα την έντυσες
την πίστεψες, την λάτρεψες μονάχα για ένα λόγο…
Την ευτυχία την δέχτηκες μα το αιώνιο γέννησες…
Δεν σ’ αδικώ… Σε προσκυνώ…
Εσένα άνθρωπε που ρίσκαρες το όνειρο να χάσεις…
Που στον γκρεμό το έριξες για να το αγκαλιάσεις…
Ποιος τάχα να ‘ναι ο Θεός?
Αυτός που στη δύναμη βολεύεται μονάχα σαν την γεύεται;
Αυτός που τη χαρά ορίζει δίχως να τη χαρίζει;
Δεν θα γκρεμίσω το Θεό, αυτόν που με σχημάτισε
που τη ζωή μου χάρισε…
Γεννήθηκα, πλάστηκα από το Άλλο…
Δύναμη, ενέργεια μεγάλη μου χάρισε το φως…
Θεός, όλα μου τα ‘δωσε… αυτός με όρθωσε στης γης τον πανικό…
Πάντα θα σ’ ευχαριστώ… Ζωή μου χάρισες εσύ…
Εσύ που ήσουν η ίδια η ζωή γιατί μονάχα εσύ Ήσουν…
Όχι Είσαι όμως…
Τώρα Είμαι κι εγώ… Έξω από σένα, με την ζωή σαν δέμα…
Όταν με όρισες ζωή δεν μου έδωσες…
Μονάχα σάρκα έπλασες, κομμάτι από σένα μ’ έκανες,
κομμάτι που αρνήθηκες για να Δεις τη Ζωή…
Σαν απλός παρατηρητής, σαν διαβάτης στη πλαγιά ενός βουνού που περιμένει τα σύννεφα να σκορπίσουν, ένα φίδι να κρυφτεί, μία πέτρα να κυλήσει, ένα ποτάμι να τον πνίξει…
Μονάχα να δεις Θεέ αδύναμε… Δειλέ…
Όλο μιλάς για τη ζωή, θες να σε λατρεύω για αυτά που μου έδωσες την δυνατότητα ναι νιώσω…
Θα αντισταθώ «Θεέ»… Δεν θα σε λατρέψω σπρωγμένος από τον φόβο…
Λατρεία «Θεέ» μπορεί να σημαίνει μόνο ευχαριστία…
Ευχαριστία για όσα μου έδωσες τη δυνατότητα να ζήσω, για όλες της χαρές της σάρκας, για το κλάμα του νεογέννητου μωρού, για τη μυρωδιά των λουλουδιών, για την ευλογία του νερού, για τον πόνο της πτώσης, για τον τρόμο της ματαιότητας, την φωτιά του έρωτα, τον θάνατο της απώλειας, τον θάνατο της απογοήτευσης, τον θάνατο της τύψης ,τον θάνατο της ρουτίνας, τον θάνατο της αδικίας πάνω από όλα «Θεέ»…
Χίλιες χαρές κι άλλους τόσους θανάτους μου χάρισες «Θεέ»… Λες και το κάνεις εκδικητικά, αυτά που δεν μπόρεσες εσύ ποτέ να ζήσεις, γκρεμό τα στήνεις…
Βάραθρο ατελείωτο, απύθμενο… Και σπρώχνεις εμάς μέσα, στο τελευταίο παραπάτημα μας τα χέρια σου φέρνεις και μας σκορπάς… Ελεύθερη πτώση…
Ζηλεύεις Θεέ… Την χαρά που εσύ δεν ένιωσες και υποχρεώνεσαι να μας δώσεις την σταθμίζεις με απέραντα κύματα πόνου…

Οι υποψίες...

Ο διονυσιασμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μεταγλώσσας που αισιοδοξεί να μιλήσει εύγλωττα για την τέχνη (δανεικό).

Η αλήθεια συχνά δεν είναι όμορφη (επίθετο που έχει να κάνει με τα ζητήματα της μορφής) είναι ωστόσο πάντοτε ωραία (επίθετο που έχει να κάνει και με το χρόνο). Δεν υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο από ότι η ίδια η αλήθεια (Κι αυτό δανεικό).

Σημείωση: Αδιέξοδο (ποσοτικό ή ποιοτικό) στην διατύπωση της πρώτης λέξης «χειμαρρώδους» αποσαφήνισης. Το σχετικό της ζωής! Ο θάνατος ως σημείο δύναται να τύχει ποικιλότροπης σύλληψης. Το μόνο καθολικώς αποδεκτό σημείο τριβής (είτε ως καθαρά ατομικής θεώρησης του ως Αναπόφευκτης Διαδικασίας, είτε ως … (συνήθης αποπροσύλωση).

Το αιώνιο στοίχημα της μουσικής… Να καταδείξεις την απολυτότητα της Αρμονίας ανεξάρτητα από τον τρόμο της απώλειας της. Να ορίσεις την έλλειψη της όχι ως Άλλο αλλά ως απόδειξη της ύπαρξης της. Το Είσαι να εξαρτάται από αυτήν όχι σαν Έχεις αλλά ως Δύνασαι αυτής, είτε ενεργών είτε εκλαμβάνων.

Η αλήθεια της γλώσσας στην κάθε της έκφραση. Υπάρχει ένα και μοναδικό κοινό σημείο στην όποια Εξιστόρηση του Χρόνου. Η αναζήτηση του ανθρώπου για το Κοινό καλό. Με την πίστη σ’ αυτή τη διαδικασία υποχρεούμαι στην αποδοχή της υποκειμενικότητας των πάντων. Παν + ων. Τα Πάντα. Όλα όσα Υπάρχουν. Το Ον όμως ως μορφή ζωής είναι εξαρτημένο από την ενέργεια του ως Σημείο Παρατήρησης.

Μου μιλάς για Ποίηση… Τι κωμικό αλλά και τι Φωτεινό, φάρος προσανατολισμού…
Η υπέρτατη έκφραση της Ζωής ως Πράττειν να αυτοφυλακίζεται προσωρινά στα Όρια της Γλώσσας. Γλώσσα: ήχος και εικόνα φυλακισμένα αυτόβουλα. Με μόνη προϋπόθεση την ελπίδα. Δεν υπάρχει μετα-γλώσσα! Η Γλώσσα όχι μόνο επικυρώνει αλλά αποδέχεται την αδυναμία της. Η Μετάφραση μπορεί να υπάρξει μόνο ως αποδοχή της αποτυχίας της Κατανόησης. Κι αυτή όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απελπισμένη κίνηση. Η ίδια η Ζωή το αποδεικνύει αυτό. Η Ζωή που μας χαρίζει άπειρες ευκαιρίες πρόσληψης της. Το να ευελπιστούμε για την μετάδοση του Ωραίου διαμέσου της μετάφρασης είναι τουλάχιστον κοροϊδία. Ότι απέτυχε να κατανοηθεί, να βιωθεί ως απόλυτη, άμεση ενεργειακή πηγή είναι αδύνατο να το καταφέρει ως δέσμιος της εξάρτησης.

Η γλώσσα υποχρεούται να είναι Αναλυτική. Η Γένεση της υφίσταται ακριβώς στην προσπάθεια Επικοινωνίας διαμέσου μιας κοινής Συντεταγμένης. Η εξέλιξη είναι λάθος να εκλαμβάνεται ως θετικά φορτισμένη πορεία. Μάλλον για το αντίθετο πρόκειται. Η έννοια εξέλιξη υποδηλώνει την προσπάθεια αποκατάστασης της Επικοινωνίας. Η Γλώσσα όμως όπως και η κάθε μορφή απόπειρας ενεργειακής ταύτισης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ολίσθημα. Είναι αντιθέτως εξύψωση. Είναι η αποδοχή του Ζειν ως Μέγιστου. Η ομορφιά της ζωής ως μεταβλητού σημείου. Η εξάρτηση του Μέγιστου, του Απόλυτου από το αντικείμενο δράσης, από το Άλλο.

Μιλήσατε για όμορφο και ωραίο. Σας αγάπησα! Αγάπησα την αφοσίωση, την πίστη σας στην ευτυχία. Ευτυχία ως κατάσταση πάντα όμως ορισμένης ως αναφερόμενης στο Άλλο. Για να εξηγηθώ: Πιστεύω σε μια Ευτυχία εξαρτημένη από το Άλλο. Το έχω δηλώσει ήδη σε Ανύποπτο Χρόνο. Ορίζω την πράξη ως Ενέργεια απορρέουσα από την αναζήτηση του Κοινού Καλού. Κοινό ισοδυναμεί με αποδοχή του Άλλου.

Στα λόγια σας… Κι εγώ μαζί σας. Διονυσιακός. Λάτρης και δέκτης της ελευθερίας! Της Απόλυτης έκφρασης, του πράττειν ως ποτάμι από την πηγή της αγάπης. Αγάπης, χαράς, ευεξίας, ηδονής!
Ένα δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω. Πως θα φτάσω ως εκεί…